ατομικισμό

ατομικισμό
bireycilik, ferdiyetcilik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ατομικιστικός — ή, ό ο σχετικός με τον ατομικισμό ή αυτός που αναφέρεται στον ατομικιστή, εγωιστικός …   Dictionary of Greek

  • εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκεόργκε, Στέφαν — (Stephan George, Μπιντεσχάιμ 1868 – Λοκάρνο 1933). Γερμανός ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος παρακμιακός (decadent) ποιητής της Γερμανίας, μετά τον Χόφμανσταλ και τον Ρίλκε. Το έργο του, γέννημα της αντίθεσής του στον ποιητικό νατουραλισμό και …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”